αμαγάριστος

αμαγάριστος
η , ο
1) незагрязнённый, незамаранный, чистый; 2) перен. незапятнанный, чистый; 3) неоскоромившийся

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "αμαγάριστος" в других словарях:

  • αμαγάριστος — η, ο 1. αυτός που δε βρομίστηκε, καθαρός: Ευτυχώς, το φαΐ ήταν αμαγάριστο. 2. αυτός που δεν αρτύθηκε μέρα νηστείας: Του διναν να φάει κρέας και τυρί μεγαλοβδόμαδα, αλλά εκείνος έμεινε αμαγάριστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αμαγάριστος — η, ο 1. αυτός που δεν μαγαρίστηκε, δεν λερώθηκε με κοπριά ή άλλες ακαθαρσίες, ο καθαρός 2. ο ηθικά άσπιλος, αμόλυντος 3. αυτός που δεν τόν έκλεψαν «κανένας μουσαφίρης δεν μάς άφησε αμαγάριστους» 4. αυτός που δεν κατέλυσε θρησκευτική νηστεία 5.… …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»